ἀδικῇς

ἀδικῇς
ἀδικέω
to be
pres subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γκάουτσο — (gaucho).Λέξη άγνωστης προέλευσης με την οποία χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι των πάμπα,των απέραντων πεδιάδων της Νότιας Αμερικής. Απόγονος των Ισπανών που κατέκτησαν και αποίκισαν αυτές τις περιοχές, ο γ. συχνά προερχόταν από επιμειξίες με τους… …   Dictionary of Greek

  • εξωθιό — και εξωθιό (Μ ἐξωθιόν) 1. παραπέρα, ακόμη πιο πέρα («στον κόσμον τούτο κι οξωθιόν ήθελαν φανερώσει τής τύχης μου τής άδικης την σκλεροσύνην τόσην») 2. εκτός από 3. παρά μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. έξωθεν] …   Dictionary of Greek

  • ξερνώ — άω 1. κάνω εμετό 2. βγάζω κάτι με εμετό, βγάζω από το στόμα κάτι που έχω φάει («ξέρασε το φάρμακο») 3. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες μιας άδικης πράξης μου («θα τά ξεράσεις όσα έκανες») 4. μτφ. αποκαλύπτω τις κακές πράξεις ή τα μυστικά κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • σατυαγκράχα — και σατιαγκράχα και σαττιαγκράχα, η, Ν φιλοσοφική αντίληψη που διατυπώθηκε τον 20ό αιώνα από τον στοχαστή και ηγέτη τού εθνικού απελευθερωτικού κινήματος τής Ινδίας Μαχάτμα Γκάντι, αντίληψη η οποία, στο επίπεδο τής πρακτικής, εκφράζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • άμυνα, νόμιμη — Πρόκειται για μια αναγκαία αντίδραση, που αποβλέπει στο να αποτρέψει από τον αμυνόμενο ή από άλλους τον άμεσο κίνδυνο μιας άδικης επίθεσης. Το νεότερο ποινικό δίκαιο θεωρεί τη ν.ά. ως αιτία αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της πράξης.… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Θηραμένης — (451; – 404 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν μετριοπαθής ολιγαρχικός. Συνεργάστηκε στην κατάλυση της δημοκρατίας το 411 π.Χ. και αποτέλεσε μέλος του συμβουλίου των Τετρακοσίων. Μετά την πτώση τους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”